παρασκευασάμενος

παρασκευασάμενος
παρασκευάζω
aor part mid masc nom sg
παρασκευάζω
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσόκερως — ων, Α 1. (ως προσωνυμία τού Πανός και τής Σελήνης) αυτός που έχει χρυσά κέρατα 2. αυτός που έχει επιχρυσωμένα κέρατα («ταύρους χρυσόκερως παρασκευασάμενος καὶ θυμιαμάτων... πλῆθος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”